Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Κ Ο
Ενορίας Ζωοδόχου Πηγής Βούππερταλ
Όταν στα χώματα της Άγιας Γης άνοιξε η πέτρα του τάφου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ξεχύθηκε το αναστάσιμο και ζωοφόρο φως της Αγάπης Του σε όλο τον κόσμο. Οι καρδιές των μαθητών Του μέχρι σήμερα εξακολουθούν να ζυμώνονται από αυτό το φως και να το μεταφέρουν όπου κι αν βρεθούν. Σχεδόν σε κάθε σπιθαμή τού πλανήτη μας η φλόγα Του συνεχίζει να φωτίζει κολυμπώντας στο λάδι των ψυχών και των καντηλιών, ενώ ταυτόχρονα συνεργεί ούτως ώστε να ακούγονται δοξολογίες, ευχές και παρακλήσεις στα ψαλτήρια των ναών, του νου και των καρδιών των πιστών.
Μετά το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου η μετανάστευση προσπάθησε να δώσει επουλωτικές λύσεις στην κατεστραμμένη και άνεργη Ευρώπη συντελώντας στην ανόρθωσή της.
Στις 30 Μαρτίου του 1960, η Ελλάδα άφησε να φύγει από τα σπλάχνα της το πρώτο, μεγάλο κύμα αποδήμησης των παιδιών της προς την τότε Δυτική Γερμανία. Κανείς δεν υποψιαζόταν ότι θα ακολουθούσαν και πολλά άλλα παρόμοια κύματα, ούτε βέβαια ότι κάποια απ’ αυτά θα έμεναν για πάντα στις ακρογιαλιές της ξενιτειάς, αφού τα συμβόλαια εργασίας που υπογράφονταν ήταν περιορισμένης διάρκειας. «Ουδείς, πλην του» τότε «Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, ο οποίος οσμιζόμενος τον καιρό», όπως αναφέρει σε μια ομιλία του ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης μας κ. Αυγουστίνος, «ίδρυσε το 1963 την Ιερά Μητρόπολη Γερμανίας (τότε και Εξαρχία Ολλανδίας και Δανίας)».
Ένα από αυτά τα μεταναστευτικά κύματα έφερε πολλούς Έλληνες στη μικρή πόλη του Βούππερταλ. Μικρή μεν, αλλά όσον αφορά τη δομή της μοναδική σε όλη τη Γερμανία. Μοιάζει με κορδέλα, που παρόλη τη στενότητά της, επιτρέπει σ’ ένα ποτάμι να διασχίζει τα σωθικά της. Ποτάμι και σπίτια προστατεύονται από καταπράσινους λοφίσκους. Μόνο που, όπως φυσικά είναι λογικό, για το συνεχή αυξανόμενο αριθμό των «επισκεπτών-εργατών» (Gastarbeiter) εκείνης της εποχής η προστασία αυτή δεν ήταν καν άξια σημασίας. Σύντομα δημιουργήθηκε η ανάγκη πνευματικής στήριξης και έτσι τέθηκαν τα θεμέλια για τη δημιουργία Ορθόδοξης εκκλησίας.
Η ενορία της Ζωοδόχου Πηγής Βούπερταλ μέχρι το 1965 δεν ήταν αυτοτελής ενορία, αλλά εξυπηρετούνταν από γειτονικές, μεγάλες ενορίες και ιδιαίτερα του Αποστόλου Ανδρέα Ντύσσελντορφ. Συγκροτήθηκε στα τέλη του 1964 με τον πρώτο της εφημέριο, τον π. Βασίλειο Ζάγκα.
Σύμφωνα με μαρτυρίες των πρώτων μελών της ενορίας μας, η πρώτη ελληνική ορθόδοξη Θεία Λειτουργία τελέστηκε στην πόλη του Βούππερταλ τον Ιανουάριο του 1959, από ιερέα που είχε σταλεί από την Ελλάδα, ειδικά για αυτόν τον σκοπό, και έγινε στην αίθουσα της ευαγγελικής θεολογικής σχολής (σημερινή Kirchliche Hochschule). Μετά σε ναό στη Heckinghausen και στη συνέχεια στην ευαγγελική εκκλησία του Απ. Παύλου στο Unterbarmen. Αργότερα στον κοιμητηριακό ναό Unterbarmen (Oberbergische Straße).
Στις 31.03.1967, μετά από τις ακατάβλητες προσπάθειες του π. Βασιλείου Ζάγκα και του επιτελείου των πιστών, ο ελληνισμός απόκτησε σταθερό, λατρευτικό χώρο σε κτίριο που παραχωρήθηκε από την ευαγγελική εκκλησία βάσει συμβολαίου. Ταυτόχρονα άρχισε και η προσπάθεια για τον εξοπλισμό του ναού.
Τον π. Βασίλειο Ζάγκα αντικατέστησε το 1968 ο π. Πολύευκτος Σελιάχας, ο οποίος διακόνησε την ενορία μέχρι και το 1971. Στη συνέχεια ανέλαβε την ευθύνη της ο π. Ματθαίος Καλαμπαλίκης προσφέροντας το κατά δύναμη στην άνθιση της εκκλησιαστικής ζωής μέχρι τον Οκτώβριο του 1972.
Από την 1η Οκτωβρίου του 1972 τοποθετήθηκε, μετά από μετάθεση, ως ιερατικός προϊστάμενος ο π. Χαράλαμπος Στεφανόπουλος, ο οποίος υπηρέτησε την ενορία για 28 ολόκληρα χρόνια. Σε αυτό το χρονικό διάστημα φρόντισε μαζί με τους συνεργάτες του και την αγάπη των ενοριτών του το εκκλησιαστικό και κοινωνικό έργο της ενορίας.
Την άνοιξη του 2000, μετά τη συνταξιοδότηση του π. Χαραλάμπους, ανέλαβε τη διακονία της εκκλησίας τού Βούππερταλ ο π. Ελευθέριος Αργυρόπουλος, την οποία υπηρετεί μέχρι σήμερα. Τον Ιανουάριο του 2016, μετά από τη χειροτονία του κ. Αργυρίου Χατούπη στο βαθμό του Διακόνου, η ενορία αποκτά νέο συνεργάτη και εξαίρετη ευλογία.
Με τη χάρη του Θεού, τη συμπαράσταση της ορθόδοξης Διακονίας αλλά και όλων των ενοριτών συνεχίζεται το έργο της διατήρησης και μετάδοσης του Αγίου φωτός της Χριστιανικής πίστης, αλλά και της ολοκλήρωσης των διαφόρων έργων που χρειάζεται ο ναός τόσο εσωτερικά (Αγιογραφία, ξυλόγλυπτα, κ.λ.π.) όσο και εξωτερικά (διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου).
Η ενορία του Βούππερταλ εκτός από τον ναό της διαθέτει αίθουσα, όπου γίνονται ομιλίες, γιορτές και συγκεντρώσεις, καθώς επίσης κι έναν ακόμη χώρο, μικρότερο, στον οποίο γίνονται οι συναντήσεις των παιδιών του κατηχητικού και των ατόμων που συμμετέχουν στην ομάδα γνωριμίας-μελέτης της Αγίας Γραφής.
Στην ευθύνη της ενορίας ανήκει και η πόλη του Φέλμπερτ (Velbert), όπου υπάρχει ο ιερός ναός του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος έχει παραχωρηθεί από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, στον οποίο υπηρετεί ο π. Αργύριος Χατούπης.