Νέα

Πατριαρχικό Μήνυμα για την 1η Σεπτεμβρίου (Ινδίκτου)

† Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ

ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ ΠΑΣΗΣ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


Ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,

 

Χάριτι Θεοῦ εἰσερχόμεθα σήμερον εἰς τό νέον ἐκκλησιαστικόν ἔτος, συνεχίζοντες «διάτοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς»[1] συμμαρτυρεῖν καί λόγον διδόναι «περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος»[2],ζῶντες ἐν Ἐκκλησίᾳ, ἐν Χριστῷ καί κατά Χριστόν, Ὁποῖος ἐπηγγείλατο νά εἶναι μαζί μας«πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»[3].

 

Παρῆλθον εἰκοσιοκτώ ἔτη ἀπό τήν, συνοδικῇ ἀποφάσει, καθιέρωσιν ὑπό τοῦΟἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς ἑορτῆς τῆς Ἰνδίκτου ὡς «Ἡμέρας προστασίας τοῦπεριβάλλοντος», κατά τήν ὁποίαν ἐν τῷ Ἱερῷ Κέντρῳ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναπέμπονται εὐχαί καίἱκεσίαι «ὑπέρ τῆς ὅλης δημιουργίας». σχετική πατριαρχική ἐγκύκλιος ἐκάλεσε σύμπαντα τόνὀρθόδοξον καί τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, ὅπως ἀναπέμπῃ κατά τήν ἡμέραν αὐτήνεὐχαριστηρίους δεήσεις πρός τόν Κτίστην τῶν ὅλων διά τό «μέγα δῶρον τῆς Δημιουργίας»[4]καί ἱκεσίας διά τήν προστασίαν αὐτῆς.

 

Ἐκφράζομεν τήν χαράν καί τήν ἱκανοποίησιν τῆς ἡμετέρας Μετριότητος διά τήνἀπήχησιν καί τήν πλουσίαν καρποφορίαν τῆς ἐν λόγῳ πρωτοβουλίας τῆςΚωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας. Ἀνεδείξαμεν τάς πνευματικάς ρίζας τῆς οἰκολογικῆςκρίσεως καί τήν ἀνάγκην μετανοίας καί ἐπανιεραρχήσεως τῶν ἀξιῶν τοῦ συγχρόνουἀνθρώπου. Ἐβεβαιώθη, ὅτι ἐκμετάλλευσις καί καταστροφή τῆς κτίσεως ἀποτελοῦνδιαστρέβλωσιν καί κακήν ἀλλοίωσιν τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους καί ὄχι ἀναγκαίαν συνέπειαν τῆςβιβλικῆς ἐντολῆς «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε…»[5], ὅτι ἀντιοικολογική συμπεριφορά εἶναιπροσβολή τοῦ Δημιουργοῦ καί ἀθέτησις τῶν ἐντολῶν Του, καί ὅτι λειτουργεῖ κατά τοῦ ἀληθοῦςπροορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξῃ βιώσιμος ἀνάπτυξις εἰς βάρος τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν καί τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος.

 

Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία προέβαλε καί προβάλλει τό οἰκοφιλικόν δυναμικόν τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως, ἀναδεικνύουσα τήν εὐχαριστιακήν χρῆσιν τῆς κτίσεως, τήν λειτουργίαν τοῦ πιστοῦ ὡς «ἱερέως» τῆς Δημιουργίας, ὁ ὁποῖος ἀδιαλείπτως ἀναφέρει αὐτήν εἰς τόν Κτίστην τῶν ἁπάντων, καί τήν ἀνυπέρβλητον ἀξίαν τοῦ ἀσκητικοῦ πνεύματος, ὡς ἀντιδότου κατά τοῦ συγχρόνου εὐδαιμονισμοῦ. Ὄντως, ὁ σεβασμός τῆς δημιουργίας ἀνήκει εἰς τόν πυρῆνα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.

 

Προκαλεῖ ἰδιαιτέραν ἀνησυχίαν τό γεγονός ὅτι, ἐνῶ εἶναι βέβαιον ὅτι ἡ οἰκολογική κρίσις συνεχῶς ἐπιτείνεται, ἡ ἀνθρωπότης, ἐν ὀνόματι τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως καί τῶν τεχνολογικῶν ἐφαρμογῶν, κωφεύει εἰς τάς πανταχόθεν ἐκκλήσεις πρός ριζικήν ἀλλαγήν συμπεριφορᾶς ἀπέναντι εἰς τήν κτίσιν. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ προϊοῦσα ἀλλοίωσις τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ἀποτελεῖ συνέπειαν ἑνός συγκεκριμένου προτύπου οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως, τό ὁποῖον ἀδιαφορεῖ διά τάς ἀντιοικολογικάς ἐπιπτώσεις του. Τά βραχυπρόθεσμα ὀφέλη ἀπό τήν ἄνοδον τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου εἰς ὡρισμένας περιοχάς τῆς ὑφηλίου, ἁπλῶς ἐπικαλύπτουν τήν ἀλογίαν τῆς ἐκμεταλλεύσεως καί συλήσεως τῆς δημιουργίας. Ἡ οἰκονομική δραστηριότης, ἡ ὁποία δέν σέβεται τόν οἶκον τῆς ζωῆς, εἶναι οἰκο-ανομία καί ὄχι οἰκο-νομία. Ὁ ἄκρατος οἰκονομισμός τῆς παγκοσμιοποιήσεως συμπορεύεται σήμερον μέ τήν ἁλματώδη ἀνάπτυξιν τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, ἡ ὁποία, παρά τά πολλά εὐεργετήματά της, συνοδεύεται ἀπόἔπαρσιν ἔναντι τῆς φύσεως καί ὁδηγεῖ εἰς ποικιλομόρφους ἐκμεταλλεύσεις αὐτῆς. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος γνωρίζει, ἀλλά δρᾷ ὡς νά μή ἐγνώριζε. Γνωρίζει ὅτι ἡ φύσις δέν αὐτοανακαινίζεται εἰς τό διηνεκές, ἀδιαφορεῖ ὅμως διά τάς ἀρνητικάς συνεπείας τοῦ «τεχνοπωλίου» διά τό περιβάλλον. Αὐτό τό ὄντως ἐκρηκτικόν μῖγμα τοῦ ἀκράτου οἰκονομισμοῦ καί τοῦ ἐπιστημονισμοῦ, ἤτοι τῆς ἀπεριορίστου ἐμπιστοσύνης εἰς τήν δύναμιν τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, ἐπιτείνει τούς κινδύνους διά τήν ἀκεραιότητα τῆς δημιουργίας καί διά τόν ἄνθρωπον.

 

            Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σοφῶς καί σαφῶς κατωνόμασε τούς κινδύνους τῆς «ἰδιονομίας τῆς οἰκονομίας», τῆς αὐτονομήσεως αὐτῆς ἀπό τάς ζωτικάς ἀνάγκας τοῦ ἀνθρώπου, αἱ ὁποῖαι ὑπηρετοῦνται μόνον ἐντός βιωσίμου φυσικοῦ περιβάλλοντος, καί προέτεινε μίαν οἰκονομίαν «τεθεμελιωμένην εἰς τάς ἀρχάς τοῦ Εὐαγγελίου»[6] καί τήν ἀντιμετώπισιν τοῦ συγχρόνου οἰκολογικοῦ προβλήματος «ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως»[7]. Ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἀπαιτεῖ, ἐνώπιον τῶν συγχρόνων ἀπειλῶν, «ριζικήν ἀλλαγήν νοοτροπίας καί συμπεριφορᾶς» ἀπέναντι εἰς τήν κτίσιν, πνεῦμα ἀσκητισμοῦ, «ὀλιγαρκείας καί ἐγκρατείας»[8], ἔναντι τῆς «ἀπληστίας»[9], τῆς «θεοποιήσεως τῶν ἀναγκῶν καί τῆς κτητικῆς στάσεως»[10]. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἀνεφέρθη μετ᾿ ἐμφάσεως καί εἰς τάς «κοινωνικάς διαστάσεις καί τάς τραγικάς ἐπιπτώσεις τῆς καταστροφῆς τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος»[11].

 

            Ἀκολουθοῦντες τάς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ταύτης, ὑπογραμμίζομεν, εἰς τήν παροῦσαν ἐγκύκλιόν μας, τήν στενήν συνάφειαν τῶν περιβαλλοντικῶν καί τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων καί τήν κοινήν ρίζαν αὐτῶν ἐν τῇ χωρίς Θεόν «ἄφρονι καρδίᾳ», ἐν τῇ πτώσει καί ἁμαρτίᾳ, ἐν τῇ κακῇ χρήσει τῆς θεοσδότου ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Τῆς καταστροφῆς τῆς φύσεως καί τῆς κοινωνίας προηγεῖται πάντοτε μία ἐσωτερική «ἀνατροπή τῶν ἀξιῶν», μία πνευματική καί ἠθική καταστροφή. Ὅταν τό ἔχειν κυριεύσῃ τόν νοῦν καί τήν καρδίαν μας, τότε ἡ στάσις μας τόσον ἔναντι τοῦ συνανθρώπου, ὅσον καί πρός τήν κτίσιν, εἶναι ἀναποφεύκτως κτητική καί ἀνοίκειος. Τό «σαπρόν δένδρον» ποιεῖ, κατά τό Βιβλικόν, πάντοτε «καρπούς πονηρούς»[12].

 

            Τονίζομεν, ἀντιστοίχως, ὅτι καί ὁ σεβασμός πρός τήν κτίσιν καί πρός τόν ἄνθρωπον ἔχουν τήν αὐτήν πνευματικήν πηγήν καί ἀφετηρίαν, τήν ἐν Χριστῷ δηλαδή ἀνακαίνισιν τοῦ ἀνθρώπου καί τήν κεχαριτωμένην ἐλευθερίαν του. Ὡς ἡ καταστροφή τοῦ περιβάλλοντος καί ἡ κοινωνική ἀδικία συμπορεύονται, ἔτσι καί ἡ οἰκοφιλική συμπεριφορά καί ἡ κοινωνική ἀλληλεγγύη εἶναι ἀδιαίρετοι.

 

            Εἶναι αὐτονόητον, ὅτι διά τήν ἀντιμετώπισιν τῆς συγχρόνου πολυδιαστάτου κρίσεως τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πολιτισμού του καί τοῦ οἴκου του, ἀπαιτεῖται πολύπλευρος κινητοποίησις καί κοινή προσπάθεια. Ὅπως ὅλα τά μεγάλα προβλήματα, οὕτω καί αἱ σοβοῦσαι ἀλληλοπεριχωρούμεναι κρίσεις τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καί τῆς κοινωνίας, εἶναι ἀδύνατον νά ἀντιμετωπισθοῦν χωρίς τήν διαχριστιανικήν καί διαθρησκειακήν συνεργασίαν. Ὁ διάλογος εἶναι ἐδῶ πρόσφορος χῶρος διά νά ἀναδειχθοῦν αἱ ὑπάρχουσαι οἰκοφιλικαί καί κοινωνικαί παραδόσεις, διά οἰκολογικήν καί κοινωνικήν εὐαισθητοποίησιν, καθώς καί διά ἐποικοδομητικήν κριτικήν τῆς ἀποκλειστικῶς τεχνολογικῆς καί οἰκονομικῆς προόδου καί τῶν ἀτομοκεντρικῶν καί κοινωνιοκρατικῶν προτύπων, εἰς βάρος τῆς κτίσεως καί τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ προσώπου.

 

            Κατακλείοντες, ὑπογραμμίζομεν καί πάλιν τό ἀδιαίρετον τοῦ σεβασμοῦ πρός τήν δημιουργίαν καί πρός τό ἀνθρώπινον πρόσωπον, καλοῦμεν πάντας τούς ἀνθρώπους καλῆς θελήσεως εἰς τόν καλόν ἀγῶνα διά τήν προστασίαν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καί τήν ἑδραίωσιν τῆς ἀλληλεγγύης, καί δεόμεθα πρός τόν ἀγαθοδότην Κύριον, πρεσβείαις τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου, νά χαρίζῃ εἰς τά τέκνα αὐτοῦ «καῦσιν καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως»[13] καί «παροξυσμόν ἀγάπης καί καλῶν ἔργων»[14].

 

,βιζ’ Σεπτεμβρίου α’

 

Ὁ Κωνσταντινουπόλεως

διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶ


[1] Ρωμ. η΄, 38

[2] πρβλ. Α΄ Πέτρ. γ΄, 15

[3] Ματθ. κη΄, 20

[4] Ἐγκύκλιος ἐπί τῇ ἑορτῇ τῆς Ἰνδίκτου, 1/9/1989

[5] Γεν. α΄, 22

[6] Ἐγκύκλιος, §15

[7] ὅ. π., §15

[8] Ἡ Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, §10

[9] ὅ. π., §10

[10] Ἐγκύκλιος, §14

[11] ὅ. π.

[12] Ματθ. ζ’, 17

[13] Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, Τά εὑρεθέντα ἀσκητικά, Λόγος, πα΄

[14] Ἑβρ. ι’, 24